-
1 δοῦπος
δοῦπος, ὁ,A any dead, heavy sound, thud,δ. ἀκόντων Il.11.364
, 16.361;δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων 9.573
, cf. 12.289; of the distant din of battle, 16.635; of the sound of footsteps, 10.354, Od.16.10; of the measured tread of infantry, Il.23.234, Hes.Th.70; ὅμαδον καὶ δ., of a multitude, Od.10.556; of the roar of the sea dashing against rocks or of a distant torrent, 5.401, Il.4.455.—Rare in Trag.,δ. μαράγνης A.Ch. 376
(lyr.); χερόπλακτοι δ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι the loud beating of breasts, S.Aj. 634, cf. E.Ba. 513; ἀκούομεν πυλῶν δ. the noise of opening gates, Id. Ion 516. Rare in Prose, Th. 3.22 (v.l. ψόφον); θόρυβος καὶ δ. X.An.2.2.19
.
См. также в других словарях:
χερόπλακτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με χτύπημα τού χεριού («χερόπλακτοι δ ἐν στέρνοισι πεσοῡνται δοῡποι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ τής λ. χείρ* (βλ. και λ., χειρ[ο] ) + πλακτός δωρ. τ. τού πληκτος (< πλήσσω / πλάττω)] … Dictionary of Greek